- ὑποβόσκεται
- ὑπό-βόσκωfeedfut ind mid 3rd sg (doric)ὑπό-βόσκωfeedpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποβόσκω — ὑποβόσκω ΝΑ νεοελλ. αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση») αρχ. μέσ. ὑποβόσκομαι κατατρώγω («σάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός»,… … Dictionary of Greek